-
1 περίπλοος
II [voice] Pass., that may be sailed round,π. ἐστὶν ἡ γῆ Th. 2.97
;κολωνός Philostr.Im.2.17
.------------------------------------A circumnavigation, c. gen.,τὸν π. τοῦ Ἄθω Hdt.6.95
;περὶ Πελοπόννησον Th. 2.80
, cf. 8.4;τὸν π. τὸν εἰς Κέρκυραν Aeschin.3.243
; esp. round the enemy's fleet, X.HG1.6.31 : metaph., of a journey by land, Call.Fr. 278; of the journey of the soul in transmigration, Diog.Oen.35.II account of a coasting voyage (opp. περίοδος of a land-journey),γράφειν τὸν π. τῆς ἔξω θαλάσσης Luc.Hist.Conscr.31
: Periplus is the title of several geograph. works, still extant, by Scylax, Agatharchides, Arrian, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπλοος
См. также в других словарях:
περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… … Dictionary of Greek